-
1 σενάριο
[сэнарио] ουσ. о. сценарий.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σενάριο
-
2 сценарий
-
3 киноаппарат
η κινηματογραφική μηχανή λήψης- звезда ο κινηματογραφικός αστέρας, ο/η σταρ- хроника τα κινηματογραφικά επίκαιρα, η κινηματογραφική επικαιρότηταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > киноаппарат
-
4 сценарий
1. (в системе искусственного интеллекта) το εσωτερικό (πρόγραμμα) 2. (театр., литер.) το σενάριο (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сценарий
-
5 кино
кино с 1) η κινηματογραφία 2) (помещение) о κινηματογρά φος, το σινεμά 3) (картина) η κινηματογραφική ταινία, το φιλμ \кино актёр м, \кино актриса ж ο, η ηθοποιός κινηματογράφου \кино аппарат м η κινηματογραφι κή μηχανή \киножурнал м τα επίκαιρα \кино звезда ж το σταρ, ο αστέρας κινηματογράφου \кино камера ж η κινηματογρα φική μηχανή \кино комедия ж η κινηματογραφική κωμωδία \кино оператор м о οπερατέρ \кино плёнка ж το κινηματογραφι κό φιλμ, η ταινία \кино режиссёр м о σκηνοθέτης κινηματογρά φου \кино студия ж το στούντιο, το κινηματογραφικό εργαστή ριο -сценарий м το σενάριο \кино съёмка ж το γύρισμα ται νίας, η κινηματογράφηση \кино театр м см. кино 2 \кинофестиваль м το κινηματογραφικό φεστιβάλ \кино фильм см. кино 3 \кинохроника ж τα επίκαιρα* * *с1) η κινηματογραφία2) ( помещение) ο κινηματογράφος, το σινεμά3) ( картина) η κινηματογραφική ταινία, το φιλμ -
6 киносценарий
мτο σενάριο -
7 киносценарий
кино||сценарийм τό κινηματογραφικό σενάριο. -
8 сценарий
сценар||ийм τό σενάριο. -
9 сценарий
[στσυνάριϊ] ουσ. α. σενάριο^ -
10 сценарий
[στσυνάριϊ] ουσ α σενάριο^ -
11 киносценарий
-я α.κινηματογραφικό σενάριο. -
12 сценарий
-я ουδ.το σενάριο.
См. также в других словарях:
σενάριο — Σχέδιο υπόθεσης, που αποτελεί τη βάση για μια θεατρική παράσταση αυτοσχεδιασμού. Πρόκειται για σύντομη έκθεση του περιεχομένου του έργου, χωρίς διαλόγους. Σ. χρησιμοποιούν κυρίως τα θέατρα παντομίμας και κομέντια ντελ άρτε. Στον κινηματογράφο σ.… … Dictionary of Greek
σενάριο — το (λ. ιταλ.), κείμενο ενός θεατρικού έργου ή μιας κινηματογραφικής ταινίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μάμετ, Ντέιβιντ — (David Mamet, Σικάγο 1947 –). Αμερικανός θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος, σκηνοθέτης και ηθοποιός. Σπούδασε αγγλική λογοτεχνία στο κολέγιο Γκοντάρ του Βερμόντ και στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα θεάτρου στη Νέα Υόρκη (1967 69). Εργάστηκε… … Dictionary of Greek
Γκολντόνι, Κάρλο — (Carlo Goldoni, Βενετία 1707 – Παρίσι 1793). Ιταλός κωμωδιογράφος. Από μικρός έδειξε εξαιρετική αγάπη για το θέατρο και σε ηλικία μόλις 8 ετών έγραψε το πρώτο έργο του για το οικογενειακό θεατράκι. Καθώς ο πατέρας του ήταν γιατρός και πήγαινε από … Dictionary of Greek
δημογραφικό πρόβλημα — Όρος που περιγράφει τα προβλήματα που δημιουργούνται από τη δυσανάλογη αύξηση ή μείωση του πληθυσμού καθώς και τις αλλαγές της πληθυσμιακής σύνθεσης μιας χώρας ή περιοχής. Ο Αριστοτέλης έγραψε: «Μίαν γαρ πληγήν ουχ’ υπήνεγκεν η πόλις, αλλ’… … Dictionary of Greek
Πουντόφκιν, Βσεβολόντ Ιλαριόνοβιτς — (Πέντσα 1893 – Mόσχα 1953). Ρώσος σκηνοθέτης, ηθοποιός και θεωρητικός του κινηματογράφου. Φοιτητής της φυσικομαθηματικής Σχολής του πανεπιστημίου της Μόσχας, πολέμησε στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο και εργάστηκε για ένα διάστημα σε στρατιωτικό χημικό… … Dictionary of Greek
μοντάζ — Στην κινηματογραφική γλώσσα σημαίνει τη φάση της επεξεργασίας μιας ταινίας κατά την οποία επιλέγονται και συνδέονται οι εικόνες που γυρίστηκαν κατά τη λήψη. Στη διάρκεια του μ. καθορίζεται ακόμα η τελειωτική σχέση μεταξύ της εικόνας και του ήχου … Dictionary of Greek
Άλεν, Γούντι — (Woody Allen, Νέα Υόρκη 1935 –). Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός, εβραϊκής καταγωγής. Γεννήθηκε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης το 1935 και το πραγματικό του όνομα είναι Άλεν Στιούαρτ Κόνιγκσμπεργκ (Allen Stewart Konigsberg).… … Dictionary of Greek
Μάνκιεβιτς, Λίο Τζόζεφ — (Joseph Leo Mankiewicz, Πενσιλβάνια 1909 – Νέα Υόρκη 1993). Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και, όπως ο αδελφός του Χέρμαν, είχε την πρώτη του επαφή με τον κινηματογράφο υποτιτλίζοντας… … Dictionary of Greek
Хадзиянис — Хадзиянис, Михалис Михалис Хадзиянис Μιχάλης Χατζηγιάννης Михалис на концерте в Катерини, 2005 год. Основная информация … Википедия
Хадзиянис, Михалис — Эта статья содержит незавершённый перевод с иностранного языка. Вы можете помочь проекту, переведя её до конца. Если вы знаете, на каком языке написан фрагмент, укажите его в этом шаблоне … Википедия